Μονοόραση (Monovision) είναι στην ουσία η χρήση του επικρατούντος οφθαλμού για την μακρινή όραση και του μη επικρατούντος για την κοντινή. Ο βαθμός της απαιτoύμενης μυωπίας στο μη επικρατητικό οφθαλμό πρέπει να είναι –1.50D. Ο ασθενής θα πρέπει να δέχεται εγκεφαλικά την μονοόραση . H ιδέα της Monovision προέρχεται από την παρατήρηση ότι άνθρωποι που είναι στο ένα μάτι εμμέτρωπες και στο άλλο ελαφρά μύωπες στην καθημερινή ζωή δεν έχουν ανάγκη γιαλιών ούτε ακόμα και στην πρεσβυωπική ηλικία αφού με το ένα μάτι βλέπουν μακρυά και με το άλλο κοντά.
Σε περίπτωση που ο ασθενής αποφασίσει να του εφαρμοσθεί η τεχνική της Monovision θα πρέπει να ανιχνευθεί πιο μάτι είναι το επικρατητικό. Αυτό γίνεται εάν με τα δύο μάτια δείξει ένα αντικείμενο στο δωμάτιο. Εάν στην συνέχεια κλείσει το κάθε μάτι διαδοχικά θα παρατηρήσει μία φαινομενική κίνηση. Η φαινομενική κίνηση του δακτύλου είναι ελάχιστη όταν κλείνει το μη επικρατητικό μάτι και μέγιστη όταν κλείνει το επικρατητικό. Είναι προφανές ότι το μάτι που θα υποδιορθωθεί θα πρέπει να είναι το μη επικρατητικό.
Αφού ανευρεθή ποιό μάτι είναι το επικρατητικό, διορθώνεται με excimer laser (PRK η Lasik) πλήρως το επικρατητικό και υποδιορθώνεται το μη επικρατητικό.